- αγανακτώ
- και -χτώ και -κτίζω και -χτίζω [Α ἀγανακτῶ (-έω)]δυσανασχετώ, δυσαρεστούμαι, οργίζομαι, εκνευρίζομαινεοελλ.Ι (αμτβ.)1. κάνω ή αποκτώ κάτι με δυσκολία, στενοχωριέμαι, δεινοπαθώ2. αδημονώ3. κουράζομαι, αποκάνω, απαυδώ(μτβ.)1. εξοργίζω, εκνευρίζω, εξερεθίζω2. καταπονώ ψυχικά κάποιον, τόν στενοχωρώαρχ.1. (για την επίδραση τού ψύχους στο σώμα) αισθάνομαι έντονο ερεθισμό2. (για το κρασί) υφίσταμαι ζύμωση, βράζω3. παρουσιάζω εξωτερικά σημεία λύπης.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιη, πιθ. < *ἀγανέω < ἄγαμαι, ἀγάομαι, εκφραστικός σχηματισμός με θεματική παρέκταση -ακτέω (πρβλ. ὑλάω- ὑλακτέω) ή < *ἀγανέκτης, *ἀγανάκτης < ἄγαν + ἔχω. Πρβλ. πλεονεκτῶ < πλεονέκτης < πλέον + ἔχω.ΠΑΡ. ἀγανακτητικός, ἀγανακτητός, ἀγανάκτησις, ἀγανακτικός μσν. ἀγανάκτημανεοελλ.ἀγανακτημένος, ἀγανάκτητος, ἀγαναχτίζω].
Dictionary of Greek. 2013.